Η νευρογενής ανορεξία είναι μια διαταραχή λήψης τροφής, η οποία χαρακτηρίζεται από άρνηση του ατόμου να διατηρήσει το ελάχιστο φυσιολογικό βάρος σύμφωνα με την ηλικία και το ύψος του, έντονο φόβο για την πρόσληψη βάρους και την παχυσαρκία, διαταραχή στο τρόπο με τον οποίο βλέπει το σώμα του, άρνηση παραδοχής της βαρύτητας της νόσου και αμηνόρροια (απουσία τουλάχιστον τριών διαδοχικών εμμήνων ρύσεων).
Μπορεί να εκδηλωθεί είτε με αυστηρή αποχή από το φαγητό (είναι ο επονομαζόμενος περιοριστικός τύπος) είτε με επεισόδια βουλιμίας τα οποία ακολουθούνται από πρόκληση εμετού ή χρήση διουρητικών και καθαρτικών φαρμάκων (υπερκαταναλωτικός τύπος).
Η νευρογενής ανορεξία προσβάλλει ποσοστό έως 1% των νέων, με το 85% των ασθενών να έχουν ηλικία 13-20 ετών. Τα κορίτσια που πάσχουν είναι δεκαπλάσια από τα αγόρια.
Η αιτιοπαθογένειά της είναι πολυπαραγοντική. Η παρουσία πασχόντων συγγενών α΄ βαθμού δείχνει ότι υπάρχει γενετικό υπόβαθρο, ενώ σημαντικό ρόλο για την πρόκλησή της παίζει η οικογένεια και ο κοινωνικός περίγυρος. Τα άτομα τα οποία εμφανίζουν τη νόσο συνήθως θέλουν να ξεχωρίζουν με υποδειγματικές επιδόσεις στο σχολείο ή στη δουλειά τους, είναι τελειομανή, κοινωνικά και θέλουν να έχουν τον έλεγχο των καταστάσεων.
Καταστάσεις που μπορούν να πυροδοτήσουν την εμφάνιση της νόσου είναι ο θάνατος αγαπημένου προσώπου, οι αλλαγές στην οικογενειακή κατάσταση, η αλλαγή στον τόπο διαμονής, οι περίοδοι έντονου στρες.
Εάν η νευρογενής ανορεξία δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως, αποτελεί απειλή για τη ζωή (υπολογίζεται ότι καταλήγει το 10% των πασχόντων). Η αντιμετώπισή της απαιτεί τη συνεργασία ιατρού, ψυχιάτρου και διαιτολόγου, καθώς πρέπει να αποκατασταθούν οι σωματικές λειτουργίες, το βάρος αλλά και η ψυχική υγεία του ασθενούς.
Η διαιτολογική αντιμετώπισή της αρχικά έχει ως στόχο την αποκατάσταση της υπογλυκαιμίας (χαμηλό σάκχαρο), των ηλεκτρολυτικών διαταραχών και τη σταθεροποίηση της καρδιακής λειτουργίας. Στη συνέχεια, αποσκοπεί στην κάλυψη των διατροφικών ελλείψεων και, τέλος, στην αποκατάσταση του σωματικού βάρους (με ρυθμό περίπου 0,5 κιλού την εβδομάδα).